κραδαινω

κραδαινω
    κραδαίνω
    κρᾰδαίνω
    (act. и pass. только praes. и aor.)
    1) трясти, колебать, потрясать, сотрясать

(χθόνα Aesch.; ἔγχος Eur.; λόφον Arph.; δόρυ Plut.)

; pass. дрожать
    

αἰχμέ κραδαινομένη κατὰ γαίης ᾤχετο Hom. — копье, задрожав, вонзилось в землю;

    κραδαινόμενος τὸ σῶμα Plut. — дрожа (всем) телом

    2) потрясать, волновать
    

(πᾶσαν τέν Ἀσίαν Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κραδαινω" в других словарях:

  • κραδαίνω — swing pres subj act 1st sg κραδαίνω swing pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδαίνω — βλ. πίν. 44 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κραδαίνω — (AM κραδαίνω) 1. δονώ, πάλλω κάτι με δύναμη, ταρακουνώ (α. «ἐφαίνετο Παλλὰς κραδαίνουσ ἔγχος», Ευρ. β. «ἔσειεν ὁ θεὸς τῆς ἡμέρας πολλάκις... τὸ γὰρ ἔδαφος ἐκραδαίνετο», Συνέσ.) 2. προκαλώ ανησυχία και ταραχή («τοὺς πέραν βακτρίων Ἰνδοὺς ἐφόβησε… …   Dictionary of Greek

  • κραδαίνω — ανα, κραδασμένος, η, ο, σείω κάτι απειλητικά, πάλλω: Όρμησε πάνω του κραδαίνοντας ένα μαχαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κραδαίνῃ — κραδαίνω swing pres subj mp 2nd sg κραδαίνω swing pres ind mp 2nd sg κραδαίνω swing pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδαινομένων — κραδαίνω swing pres part mp fem gen pl κραδαίνω swing pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδαινόμενον — κραδαίνω swing pres part mp masc acc sg κραδαίνω swing pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδαῖνον — κραδαίνω swing pres part act masc voc sg κραδαίνω swing pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδαίνει — κραδαίνω swing pres ind mp 2nd sg κραδαίνω swing pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδαίνοντα — κραδαίνω swing pres part act neut nom/voc/acc pl κραδαίνω swing pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδαίνουσι — κραδαίνω swing pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κραδαίνω swing pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»