κραδαίνω — swing pres subj act 1st sg κραδαίνω swing pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδαίνω — βλ. πίν. 44 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κραδαίνω — (AM κραδαίνω) 1. δονώ, πάλλω κάτι με δύναμη, ταρακουνώ (α. «ἐφαίνετο Παλλὰς κραδαίνουσ ἔγχος», Ευρ. β. «ἔσειεν ὁ θεὸς τῆς ἡμέρας πολλάκις... τὸ γὰρ ἔδαφος ἐκραδαίνετο», Συνέσ.) 2. προκαλώ ανησυχία και ταραχή («τοὺς πέραν βακτρίων Ἰνδοὺς ἐφόβησε… … Dictionary of Greek
κραδαίνω — ανα, κραδασμένος, η, ο, σείω κάτι απειλητικά, πάλλω: Όρμησε πάνω του κραδαίνοντας ένα μαχαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κραδαίνῃ — κραδαίνω swing pres subj mp 2nd sg κραδαίνω swing pres ind mp 2nd sg κραδαίνω swing pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδαινομένων — κραδαίνω swing pres part mp fem gen pl κραδαίνω swing pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδαινόμενον — κραδαίνω swing pres part mp masc acc sg κραδαίνω swing pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδαῖνον — κραδαίνω swing pres part act masc voc sg κραδαίνω swing pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδαίνει — κραδαίνω swing pres ind mp 2nd sg κραδαίνω swing pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδαίνοντα — κραδαίνω swing pres part act neut nom/voc/acc pl κραδαίνω swing pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδαίνουσι — κραδαίνω swing pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κραδαίνω swing pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)